- δερμάτιον
- δερμᾰτ-ιον, τό, Dim. of δέρμα, Pl.Erx.400a, Arist.Phgn. 807b18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δερμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερμάτιον — το βλ. δερμάτι … Dictionary of Greek
δερματίοις — δερμάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματίου — δερμάτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματίων — δερμάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματίῳ — δερμάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερμάτια — δερμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερμάτι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 67 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται 30 χλμ. ΝΔ του Καρπενησίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποταμιάς. * * * το (AM δερμάτιον) νεοελλ. 1. δέρμα ζώου, το τομάρι («είχεν κι απάνω στ άρματα βαλμένο να δερμάτι»,… … Dictionary of Greek